Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
στολμος
στολμός
ὁ <στέλλω>
; 1) одеяние, облачение, наряд
ex. πέπλων μέλανες στολμοί Eur. — черные одежды
; 2) убор
ex. τέκνα στολμοῖσι νεκρῶν κρᾶτας ἑξεστεμμένα Eur. — дети с траурным убором на голове;
στεφέων στολμοί Eur. — убор из гирлянд;
στολμοὴ λαίφους Aesch. — паруса