Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυγκαθιζω
ξυγκαθίζω
συγ-καθίζω
(fut. συγκαθιζήσω, aor. συνεκάθισα, pf. συγκεκάθικα; преимущ. med.-pass.)
; 1) сидеть рядом
ex. (παρά τινι Luc.)
; 2) заседать
ex. (ἐπεὴ δὲ ξυνεκαθίζετο τὸ δικαστήριον Xen.)
; 3) усаживаться, садиться, приседать Plut., NT.
ex. σ. καὴ κάμπτειν τὰ σκέλη Arst. — (о животных) садиться, подгибая ноги;
τὸ σῶμα συγκεκαθικός Arst. — осевшее тело, т.е. ленивая (вялая) поза
; 4) сажать, помещать
ex. (τινὰ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις NT.)