Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κειμηλιον
κειμήλιον
τό
; 1) бережно хранимое достояние, ценность, сокровище
ex. (κειμήλια ταῦτα σῳζέσθω Soph.; κειμήλια βασιλικά Plut.)
τῆ νῦν, καί σοι τοῦτο κ. ἔστω Hom. — возьми же (эту чашу), и пусть будет она тебе памятью
; 2) имущество, состояние
ex. (κειμήλιά τε πρόβασίς τε Hom.)