Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Καικιας
Καικίας
ὁ (= εὗρος) кекий, северо-восточный ветер
ex. (Κ. ὁ ἀπὸ τοῦ περὴ τὰς ἀνατολὰς τόπου πνέων ἄνεμός, sc. ἐστιν Arst.)
ἕλκειν ὡς ὁ Κ. τὰ νέφη погов. Arst., Plut. — притягивать словно нордост тучи;
ὡς οὗτος ἤτοι Κ. καὴ συκοφαντίας πνεῖ Arph. — (спускай паруса) ибо дует ветер клеветы