Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διευλαβεομαι
διευλαβέομαι
δι-ευλᾰβέομαι
(aor. διηυλαβήθην)
; 1) тщательно остерегаться, всячески беречься, избегать
ex. (τι Plat., Arst., Plut. и τινος Plat.; μέ παθεῖν и μέ στρέφηται τὰ κῶλα Plat.)
; 2) уважать, почитать
ex. (τινα ὡς πατέρα Plat.)