Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταιτιαομαι
καταιτιάομαι
κατ-αιτιάομαι
; 1) med. обвинять, винить
ex. (τινα Her. и τινος Xen.; τινα περί τινος Dem.; πολλά Plut.)
ἀμαθίαν κ. Thuc. — винить (или упрекать) в невежестве
; 2) pass. быть обвиняемым, обвиняться
ex. (ταῦτα πρᾶξαι Xen.; τέν κλοπήν Diod.)
οἱ καταιτιαθέντες Thuc. и οἱ κατητιᾱμένοι Polyb. — те, которые считались виновными, обвиняемые