Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αδρομερης
ἁδρομερής
ἁδρο-μερής
adj.=2
2
состоящий из густо расположенных частей
,
т.е.
густой
ex. (τῶν ψηφίδων κονιορτός
Diod.
;
ἁ.
καὴ πολυσώματος
Plut.
)