Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
παρακινδυνευτικός
παρακινδῡνευτικός
παρα-κινδῡνευτικός adj=3
3
смелый, решительный, отважный
(λόγος
Plat.
,
Dem.
).