Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
χαριεντισμος
χαριεντισμός
χᾰριεντισμός
ὁ
; 1) любезность, благосклонность
ex. (εὐτραπελία τε καὴ χ. Plat.)
; 2) шутка, острота Plat.
ex. τὸ τοῦ Πλάτωνος σπουδῇ καὴ χαριεντισμῷ μεμιγμένον Plut. — изречение Платона, в котором серьезное смешано с шуткой