Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιπορευομαι
ἐπιπορεύομαι
ἐπι-πορεύομαι
(aor. ἐπεπορεύθην)
; 1) идти, направляться, приходить
ex. (ἐπὴ τὸ πλῆθος Polyb.; πρός τινα NT.)
; 2) проходить, переходить, пересекать
ex. (χώραν τινά и τοῖς ἀγροῖς Plut.)
; 3) досл. обходить, перен. осматривать
ex. (τὰς τάξεις Plut.)
; 4) перен. пробегать, окидывать (взором), обозревать
ex. (ἕκαστον τῇ διανοίᾳ и γράμματα ἐπιπορευόμενα τῇ ὄψει Plut.)