Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ενερειδω
ἐνερείδω
ἐν-ερείδω
; 1) вонзать
ex. (μοχλὸν ὀφθαλμῷ Hom.; βέλος τοῖς ὀστέοις Plut.)
βέλος τὸ στέρνον ἐνερεισθέν Plut. — вонзившаяся в грудь стрела
; 2) вперять, устремлять
ex. (τέν ὄψιν τινί Plut.)
ἐ. τέν ψυχήν Luc. — напрягать внимание
; 3) med. упирать(ся)
ex. (πέτρᾳ γόνυ Theocr.)