Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταστραπτω
καταστράπτω
κατ-αστράπτω
; 1) метать молнии
ex. πρὸς σὲ τοῦ Διὸς καταστράπτοντος Soph. — заклинаю тебя мечущим молнии Зевсом;
καταστράπτει impers. Plut. — (молния) сверкает
; 2) ослеплять молнией
ex. (τὰς ὄψεις Plut.)