Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εισκομιζω
εἰσκομίζω
εἰσ-κομίζω
ион. и староатт. ἐσκομίζω
; 1) приносить, привозить ex. (χόρτον ἐσκομίσαι Hes.); med. привозить, ввозить к себе
ex. (τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν Thuc.)
; 2) уводить
ex. (πρευμενῶς τινα Aesch.; τινὰ ἐς οἶκον Soph.)
; 3) увозить, доставлять ex. (τινὰ ἐς τέν πόλιν ἔτι ἔμπνουν Thuc.; ἐσκομίσασθαι πόλει Eur.; εἰσκομισθῆναί τινι Plut.); pass. уходить
ex. (οἱ Μακεδόνες ἐς τὰ τείχη ἐσεκομίσθησαν Thuc.)