Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αντιπεριιστημι
ἀντιπεριΐστημι
ἀντι-περιΐστημι
; 1) расставлять вокруг (противника), располагать кольцом ex. (κινδύνους τινί Polyb.); pass. стоять вокруг, окружать
ex. (περὴ τοὺς τόπους Arst.)
; 2) теснить со всех сторон ex. (ἀντιπεριΐστασθαι ἐντὸς ὑπὸ τοῦ ἔξω θερμοῦ Arst.); pass. вытесняться отовсюду
ex. (τὸ θερμὸν τῷ ψυχρῷ ἀντιπεριΐσταται Plut.)