Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κορυφοω
κορυφόω
κορῠφόω
; 1) поднимать, вздымать; pass. вздыматься
ex. (τὸ κῦμα κυρτὸν ἐὸν κορυφοῦται Hom.)
; 2) достигать высшей точки
ex. τὸ ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσιν Pind. — высшая власть дана царям
; 3) прибавлять, складывать
ex. κορυφούμενος εἰς ἓν ἀριθμός Anth. — сложенное вместе число, общая сумма
; 4) архит. увенчивать
ex. (τὸ ὀπαῖον ἐπὴ τοῦ Ἀνακτόρου κορυφῶσαι Plut.)