Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δοκησις
δόκησις
-εως ἡ
; 1) мнение, воображение, предположение
ex. (δόκησιν εἰπεῖν Soph.; δ. ἀσφαλής Eur.)
δ. ἀγνὼς λόγων ἧλθε Soph. — слова породили смутное подозрение;
παρασχὼν δόκησιν, ὡς ἀντιλέξοι Plut. — создав впечатление, будто собирается возражать
; 2) видимость, подобие
ex. (μόλις καὴ ἡ δ. τῆς ἀληθείας Thuc.; δ. κενή Eur.)
; 3) решение, постановление
ex. (περαίνειν τέν δόκησιν Eur.)
; 4) имя, репутация
ex. (δόκησιν ξυνέσεως ἐς τὸ ἔπειτα καταλιπεῖν Thuc.)
; 5) слава
ex. (τέν δόκησιν ἄρνυσθαι Eur.)