Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εισβαλλω
εἰσβάλλω
εἰσ-βάλλω
ион. и староатт. ἐσβάλλω
; 1) бросать, ввергать
ex. (τινά εἰς ἕρκη Soph.; τινὰ εἰς ἀπρόοπτον πῆμα Aesch.)
ἐλέχθη φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα Thuc. — был пущен слух, что (пелопоннесцы) отравили колодцы
; 2) вводить (на корабль), грузить ex. (τοὺς ἵππους ἐς νέας Her.); med. грузиться
ex. (ἐσβαλόμενοι ἀπέπλευσαν Thuc.)
; 3) вести
ex. (στρατιέν ἐς Σμύρνην Her.; βοῦς εἰς ἀρούρας Eur.)
; 4) вливаться, впадать
ex. (αἱ διώρυχες εἰσβάλλουσι εἰς τὸν Εὐφράτην Xen.; ποταμὸς εἰς ὃν εἰσβάλλει ἡ κρήνη Arst.)
; 5) вторгаться
ex. (στόλῳ μεγάλῳ ἐς Ἐλευσῖνα Her.; εἰς χώραν τινά Thuc., Plut.; χῶρόν τινα Eur.)
; 6) (случайно или нечаянно) попадать, оказываться
ex. (Βρομίου πόλιν εἰσβαλεῖν Eur.)
; 7) нападать, атаковать
ex. (ἐς τοὺς ὁπλίτας Thuc.)
εἰσέβαλλον ἱππικαὴ πνοαί Soph. — (их) обдавало дыханием коней