Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυνθνῃσκω
ξυνθνῄσκω
συν-θνῄσκω
; 1) умирать вместе
ex. (τινί Arph., Luc.)
ἡ εὐσέβεια συνθνῄσκει βροτοῖς Soph. — благочестие умирает вместе с людьми, т.е. сопровождает их до самой могилы
; 2) дотлевать, угасать
ex. (συνθνῄσκουσα σποδός Aesch.)