Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγχαλινοω
ἐγχαλινόω
ἐγ-χᾰλῑνόω
; 1) взнуздывать
ex. (ἵππον Babr., Plut. и τοὺς ἐλέφαντας Luc.; ἵππος ἐγκεχαλινωμένος Xen. и ἐγχαλινωθείς Plut.; о пленниках ἐγκεχαλινωμένοι τὰ στόματα Her.)
; 2) обуздывать, сдерживать
ex. (ὁ ἐγκεχαλινωμένος τῇ ὀλιγαρχία δῆμος Plut.)