Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επινοεω
ἐπινοέω
ἐπι-νοέω
реже med.-pass.
; 1) выдумывать, придумывать
ex. (τι и ποιεῖν τι Her.; ὀνόματα ὑπὸ βλακῶν ἀνθρώπων ἐπινοηθέντα Luc.)
πρώτιστος ἐπενόησα Arph. — я первый изобрел (это);
ἐπινοῆσαι ὀξεῖς καὴ ἐπιτελέσαι ἔργῳ ὃ ἂν γνῶσιν Thuc. — (афиняне) скоры на выдумки и на исполнение того, что задумали
; 2) затевать, задумывать, намереваться
ex. (τι Her., Thuc., Plat., Arst., med. Her. и ποιεῖν τι Her., Arph., Plat., Arst., med. Her., Luc.)
ὀλίγον ἐπενόουν οὐδὲν ἀμφότεροι Thuc. — обе стороны предпринимали немаловажные дела
; 3) соображать, учитывать, замечать
ex. (οὐκ ἐπινοοῦσιν ἅμα τοῖς θεοῖς καὴ τέν τέχνην ἀθετοῦντες Plut.)
; 4) иметь в виду, стремиться добыть
ex. (αἱ μέλισσαι ἐπινοοῦσαι τὰ ἀνθηρὰ καὴ εὐώδη τῶν φύλλων Plut.)