Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαμαρτια
διαμαρτία
δι-ᾰμαρτία
ἡ
; 1) серьезная ошибка, крупный промах
ex. δ. τινός Thuc., Plut. — ошибка чья-л. и в чем-л.;
γενομένης διαμαρτίας καθ΄ ὁδόν Plut. — так как они сбились с дороги
; 2) неудача, неуспех
ex. (τῶν ἱερείων Luc.)