Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διασαλευω
διασαλεύω
δια-σᾰλεύω
; 1) потрясать, колебать, расшатывать
ex. (τὰς στοάς Polyb.)
διασεσαλευμένος τὸ βάδισμα Luc. — (с) шатающейся походкой;
διασεσαλευμένος τὸ βλέμμα Luc. — с блуждающим взором
; 2) волновать, приводить в смятение
ex. (τέν πόλιν Luc.)
; 3) сотрясаться, вздрагивать
ex. (ἐν τοῖς ὤμοις Arst.)