Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
οικειωσις
οἰκείωσις
-εως
ἡ
; 1)
присвоение
ex. οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινος
Thuc.
— присваивать себе
что-л.
; 2)
приспособление, приноравливание
ex. (τινι
Plut.
)