Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κοσμιος
κόσμιος
I.
adj.=3 3 и adj.=2 2
; 1) скромный, умеренный
ex. (δαπάνη, οἴκησις Plat.)
κ. ἐν διαίτῃ Plat. — скромного образа жизни
; 2) скромный, благопристойный
ex. (κ. καὴ σώφρων Luc.; κ. πρός τινα Plat.; μειράκιον Plut.; καταστολή NT.)
II.
ὁ Plut. = κοσμοπολίτης