Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απερειδω
ἀπερείδω
ἀπ-ερείδω
преимущ. med.
; 1) упирать, устремлять
ex. τέν ὄψιν πρός τι Luc. — вперить взор в кого-л.;
med. — быть устремленным, покоиться (ἔνθα ἂν ἡ ὄψις ἀπερείδῃ Luc.)
; 2) med. упираться, опираться
ex. (τινί Plat., Arst., ἔν τινι Xen., εἴς τι Plat., πρός τι Arst. и ἐπί τι Polyb.)
εἴς τινα ἀ. Polyb. — полагаться на кого-л.;
εἰς ἀσφαλὲς ἀπηρεῖσθαι νομίζειν Polyb. — считать себя в безопасности
; 3) med. обращать, направлять, устремлять
ex. (ὀργέν εἴς τινα Polyb.; τοὺς ὀδυρμοὺς ἐπὴ τέν τύχην Plut.)
; 4) med. складывать
ex. (τέν λείαν εἰς τοιοῦτον τόπον Polyb.)
; 5) med. возлагать
ex. (ἐλπίδας εἴς τινα, τέν ἄγνοιαν ἐπὴ τοὺς αἰτίους Polyb.)