Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κονδυλος
κόνδυλος
κόνδῠλος
ὁ
; 1) сустав
ex. (δακτύλου τὸ μὲν καμπτικὸν κ., τὸ δ΄ ἄκαμπτον φάλαγξ Arst.)
; 2) кулак
ex. λόγον ἔχειν τοῦ κονδύλου προχειρότερον Plut. — быть склонным пользоваться больше словом, чем кулаком
; 3) удар кулаком
ex. (κονδύλοις πατάξαι τινά Dem.; δοῦναι κόνδυλόν τινι, κονδύλῳ παίειν τινά и κονδύλῳ καθικέσθαι τινός Plut.)