Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ραδιουργος
ῥᾳδιουργός
I
ῥᾳδι-ουργός adj=2 2
; 1) бессовестный, бесчестный (ἐν τοῖς λόγοις καὶ ἐν τοῖς ἔργοις Arst.);
; 2) культ. нечистый, негодный (θυσίαι Ἀφροδίτῃ τῇ Πανδήμῳ Xen.).
II
ῥᾳδιουργός ὁ мошенник, негодяй, плут Polyb., Plut.