Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποδυω
ἀποδύω
ἀπο-δύω
; 1) снимать, совлекать
ex. (τινὰ τεύχεα, εἵματα Hom.; τέν λεοντῆν Plut.; ἐσθῆτα Luc.; τινός τι Plat.)
; 2) раздевать ex. (τινά Her., Arph.); pass. раздеваться
ex. (ἀποδυσάμενος, καθῆκεν ἑαυτὸν εἰς τέν λίμνην Plut.)
; 3) снимать с себя
ex. (τι Hom., Arph. и τινός Arph.)
; 4) готовиться, предпринимать, приступать
ex. (ἐπὴ φιλοσοφίαν Diod.; πρὸς τὸ λέγειν Plut.)
ἀποδύντες τοῖς ἀναπαίστοις ἐπίωμεν Arph. — приступим к чтению анапестов;
εἰς ἀγορανομίαν ἀποδύεσθαι Plut. — добиваться поста (римского) эдила