Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιθεω
ἐπιθέω
ἐπι-θέω
; 1) (по чему-л.) бежать
ex. (τὰ ἐν τοῖς ποταμοῖς ἐπιθέοντα ζωδάρια Arst.; ὁλκὰς διὰ θαλάσσης ἐπιθέουσα Plut.)
; 2) совершать набег или нападение, бросаться Her., Plat.
; 3) бежать вслед, преследовать
ex. (ἐπιθέων ἐκβοάτω, sc. ὁ κυνηγέτης Xen.)