Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκκαλυπτω
ἐκκαλύπτω
ἐκ-κᾰλύπτω
; 1) открывать, раскутывать
ex. (κρᾶτα Eur.; τὸ παιδίον Her.)
ἐκ δὲ καλυψάμενοι Hom. - in tmesi — распахнув или сняв одежды;
ἐκκαλυψάμενος, ἐνεκεκάλυπτο γάρ Plat. — он раскрылся, так как (прежде) был закутан
; 2) открывать, обнаруживать
ex. (πάντα Aesch., Soph. и ἅπαν Plut.; ἡ πενία τοῦ Λυσάνδρου τελευτήσαντος ἐκκαλυφθεῖσα Plut.)
ἐκκάλυπτε οὕστινας λέγεις λόγους Eur. — разъясни свои слова