Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
βρονταω
βροντάω
; 1) греметь
ex. (Ζεὺς βρόντησε Hom., Ζεὺς βροντῶν Arph.)
βροντᾷ impers. Arph., Arst. — гремит
; 2) pass. быть пораженным громом
ex. (κεραυνοῦσθαι καὴ βροντᾶσθαι Arst.)
; 3) перен. метать громы, говорить громовым голосом
ex. (ὀργῇ ἐβρόντα Arph.)