Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
πολιορκια
πολιορκία
πολι-ορκία
ион.
πολιορκίη
ἡ
; 1)
осада
Her.
,
Thuc.
etc.
ex. μηχαναὴ πρὸς τὰς πολιορκίας
Arst.
— осадные машины
; 2)
докучливые придирки
ex. (ὕβρις καὴ
π.
Plut.
)