Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαιρω
διαίρω
δι-αίρω
(fut. διᾰρῶ, aor. διῆρα)
; 1) тж. med. поднимать
ex. (ἄνω τὸν αὐχένα Xen.; med. κοπίδα Plut., Luc.; βακτηρίαν Plut.)
διαρέσθαι πρὸς τέν τῶν ὅλων θέαν Arst. — подняться до обозрения мирового целого;
τὸ διῃρμένον Plut. — душевный подъем
; 2) удалять, отводить
ex. (τὸν πόλεμον ἀπὸ τῆς Ἑλληνικῆς θαλάττης Plut.)
; 3) раскрывать, открывать
ex. (τὸ στόμα Dem., Plut.)
διῃρμένος τὸ στόμα Luc. — с широко разинутым ртом
; 4) переправляться, проходить, переходить, переезжать
ex. (τὸ πέλαγος Arst.; τὸν πόρον Polyb., Diod.; εἰς Σαρδόνα Polyb.; ἀπὸ Ταινάρου πρὸς τέν Λιβύην Plut.)
; 5) med. принимать на себя, предпринимать
ex. (τόσον μεγεθουργίας Plat.)