Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμπειρος
ἔμπειρος
ἔμ-πειρος
adj.=2 2
; 1) имеющий опыт, опытный, сведущий
ex. (τινος Aesch., Soph., Her. etc.; περί τι и περί τινος Plat.)
πρὸς τὸ ἐμπειρότερόν τινος τὸ τολμηρότερον ἀντιτάξασθαι Thuc. чьему-л. — большему опыту противопоставить большую отвагу
; 2) испытавший, изведавший
ex. (κακῶν Aesch.; γάμων Soph.)
; 3) знающий, знакомый
ex. (τῶν χώρων Her.)
; 4) испробованный, испытанный
ex. (ναῦς Thuc.)
ἐμπειρότατος ἀρετῆς Plut. — человек испытанной доблести