Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξαναγω
ἐξανάγω
ἐξ-ανάγω
(aor. 2 ἐξανήγαγον; aor. pass. ἐξανήχθην)
; 1) выводить (наверх)
ex. (τινὰ Ἅιδου μυχῶν Eur.)
; 2) med.-pass. отправляться (морем), отплывать
ex. (αἱ νῆες ἐξανάγονται ἐκλιπόντες Φειάν Thuc.; τὸ ἐξ Ἀσίης ἐξαναχθὲν στράτευμα Her.)