Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανισος
ἄνισος
ἄν-ῐσος
adj.=2 2
; 1) неравный
ex. (κόκλοι Plat.; μέτροι, ἄ. μάχη πρός τινα Plut.)
; 2) неравноправный
ex. ἡ ἄ. πολιτεία Aeschin. = ὀλιγαρχια
; 3) униженный, жалкий
ex. (βίος Plut.)
; 4) несправедливый
ex. (ὁ ἄδικος ἄ. sc. ἐστιν Arst.)