Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πολλαπλασιαζω
πολλαπλασιάζω
πολλα-πλᾰσιάζω
; 1) умножать
ex. πολλαπλασιασθεὴς τῷ πλήθει τῶν μορίων Arst. — умноженный на число частей;
ἡ ἑξὰς ὑπὸ τῆς τετράδος πολλαπλασιασθεῖσα Plut. — шесть помноженное на четыре
; 2) увеличивать, расширять Polyb., Diod.