Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αλαμπης
ἀλαμπής
ἀ-λαμπής
adj.=2 2
; 1) лишенный блеска, т.е. неосвещенный, темный
ex. (Ἄϊδος εὐναί Anth.; перен. ζοή, δόξα Plut.)
ἀ. ἡλίου Soph. — укрытый от солнечных лучей
; 2) тусклый
ex. (χρώματα Plut.)