Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επισκιος
ἐπίσκιος
ἐπί-σκιος
adj.=2 2
; 1) затененный, тенистый, темный
ex. (τόπος Plat., Arst., Plut.)
; 2) осеняющий, заслоняющий
ex. (ὀμμάτων ἐ. χείρ Soph.)
; 3) уединенный, безвестный
ex. (βίος Plut.)
; 4) тайный, скрытый
ex. (τῆς ἀληθείας οὐδὲν ἐπίσκιον Plut.)