Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικτητος
ἐπίκτητος
ἐπί-κτητος
adj.=2 2
(вновь) приобретенный
ex. (οἱ ἐπίκτητοι καὴ οἱ ἀρχαῖοι φίλοι Xen.; τὰ φύσει ὄντα καὴ τὰ ἐπίκτητα Plat.; νόσος γῆρας ἐπίκτητον, τὸ γῆρας νόσος φυσική Arst.)
Αἴγυπτός ἐστι ἐ. γῆ Her. — (прибрежный) Египет есть земля приобретенная (т.е. образованная наносами Нила);
τὸ ἐπίκτητον или ἡ ἐ. (sc. οὐσία) Plat. — благоприобретенное (лично нажитое) имущество;
τὰ ἐπίκτητα ἔθνη Plut. — присоединенные области