Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συνεπιστρεφω
συνεπιστρέφω
συν-επιστρέφω
; 1) одновременно поворачивать, вращать
ex. (τέν τοῦ ἀτράκτου περιφοράν Plat.; τὰ ὄργανα πρός τινα Plut.)
πρὸς ἓν τέλος συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσιν Plut. — всеми помыслами устремляться к одной цели
; 2) поворачиваться
ex. γραμμαὴ συνεπιστρέφουσαι πρὸς ἀλλήλας Plut. — соединяющиеся друг с другом линии
; 3) обращать внимание, привлекать
ex. (τὸν ἀκροατέν πρὸς ἑαυτόν Plut.)
ἡ φωνέ συνεπιστρέφουσα Plut. — возглас, призывающий к вниманию