Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απροφασιστος
ἀπροφάσιστος
ἀ-προφάσιστος
adj.=2 2
(φᾰ)
; 1) безоговорочный, безусловный, беззаветный
ex. (προθυμία Thuc.; εὔνοια Lys.)
; 2) беззаветно преданный
ex. (σύμμαχοι Xen.; γνώμη Eur.; ἀ. καὴ πιστός Plut.)
; 3) открытый, явный
ex. (ἀπροφάσιστον φυγέν φυγεῖν Plut.)