Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παραρταω
παραρτάω
παρ-αρτάω, ион. παραρτέω
; 1) подвешивать, привешивать (ξιφίδιον ἐκ τῆς ὀροφῆς Plut.):
μάχαιρα παρήρτητο Plut. (к поясу) был привешен меч;
med. надевать на себя (πήραν Luc.);
; 2) med. приводить в готовность, готовить (στρατιὴν καὶ τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ Her.);
; 3) med. готовиться (ἐς πόλεμον Her.).