Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παραλειπω
παραλείπω
παρα-λείπω (pf. παραλέλοιπα - pass. παραλέλειμμαι)
; 1) оставлять нетронутым (τι ἐν ταῖς ἐσβολαῖς Thuc.);
; 2) предоставлять, разрешать (λόγον τινί Aeschin.; τινὶ ποιεῖν τι Plut.);
; 3) пропускать, обходить молчанием, не упоминать (τινά и τι Arph., Lys. etc.):
τὰ παραλειπόμενα Plat. и τὰ παραλελειμμένα Arst., Isocr. пропуски, недочеты;
; 4) упускать (καιρόν Plut.);
; 5) пренебрегать (τὸ τοῦ θεοῦ τό τ᾽ εὐσεβές Eur.).