Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δυστραπελια
δυστραπελία...
δυστραπέλεια, δυστρᾰπελία
ἡ
; 1) досл. невозможность повернуться, перен. недоступность
ex. (ἡ ἐν τοῖς καταγείοις δ. Diod.)
; 2) затруднение, трудность
ex. (πρὸς τέν δυστραπελίαν ἐπινοεῖν τι φιλοτέχνημα Diod.)