Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συντιτραω
συντιτράω
συν-τιτράω (fut. συντρήσω, aor. συνέτρησα) пробуравливать (σ. τήν διέξοδον εἴς τι Plat.):
μέταλλον συντρῆσαι Dem. прорыть шахту;
ὑπὸ γῆν εἰς ἀλλήλους συντετρῆσθαι Plat. быть соединенным друг с другом подземными каналами;
συντέτρηται ἡ ἀκοὴ εἰς τὴν γλῶτταν Plut. орган слуха связан проходом с языком - см. тж. συντετραίνω.