Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατακοπτω
κατακόπτω
κατα-κόπτω
; 1) разрубать на куски
ex. (χελώνην καὴ ὄρνα, παίδων ἕνα Her., κρέα Plat.)
; 2) разбивать на куски
ex. (κέραμον Polyb.; ἀγάλματα Diod.)
; 3) рвать на части
ex. (στεφάνους Dem.)
; 4) бить, ударять
ex. (ἑαυτὸν λίθοις NT.)
; 5) зарезывать, убивать
ex. (κριόν, τῶν προβάτων πολλά, τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης Her.)
; 6) наносить поражение, разбивать
ex. (τέν μόραν Dem.)
κατακεκόψεσθαι Xen. — потерпеть поражение
; 7) точить, разъедать
ex. (ἔρια ὑπὸ τῶν σέων κατακοπτόμενα Arph.)
; 8) перен. подтачивать, надламывать
ex. (τέν ἀρχήν, τὸ τῆς ψυχῆς γαῦρον Plut.)
; 9) (тж. κ. εἰς νόμισμα Diod.) перечеканивать в монету
ex. (χρυσίον Her.; τὸν θρόνον ὄντα χρυσοῦν Xen.; τὰς χρυσᾶς πλίνθους Diod.)