Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διανοημα
διανόημα
δια-νόημα
-ατος τό
; 1) размышление, мысль
ex. (ἅπαν ἔργον καὴ λόγος καὴ δ. Plat.)
; 2) замысел, намерение
ex. τοῖς ὀνόμασι παραπετάσμασι χρῆσθαι τῶν διανοημάτων Plut. — пользоваться словами, чтобы скрывать свои намерения