Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκπνευματοω
ἐκπνευματόω
ἐκ-πνευμᾰτόω
; 1) превращать в воздух или ветер, испарять ex. (τὸ θερμὸν ἐκπνευματοῖ Arst.); pass. испаряться, улетучиваться
ex. (ἡ ὕλη οὐκ ἐξυδατουμένη, οὔτ΄ ἐκπνευματουμένη Plut.)
; 2) (о воздухе) выпускать
ex. (τὸν ἀέρα τῶν ἀσκῶν Plut.)
; 3) досл. выветривать, перен. изгонять, удалять
ex. (τὸ οἴημα καὴ τὸν τῦφον τῶν νέων Plut.)