Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συνεπιτεινω
συνεπιτείνω
συν-επιτείνω
; 1) одновременно растягивать, удлинять
ex. (τὸ διάγραμμα Plut.)
; 2) увеличивать, усиливать
ex. (τέν ὀργήν τινος Polyb.; τέν ψυχρότητα Plut.)
; 3) увеличиваться, возрастать Arst., Plut.